ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 … Dictionary of Greek
βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… … Dictionary of Greek
περιβολάρικος — και περβολάρικος, η, ο, Ν [περιβολάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιβολάρη ή στο περιβόλι 2. (για φυτά) αυτός που προέρχεται από περιβόλι, που καλλιεργείται σε περιβόλι, κηπευτός, κηπευτικός, ποτιστικός … Dictionary of Greek
πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… … Dictionary of Greek