ποτιστικός

ποτιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα: Ποτιστικό μηχάνημα.
2. για φυτά, αυτός που ποτίζεται για ν' αναπτυχθεί: Ποτιστικές πατάτες. – Ποτιστικές ντομάτες κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 …   Dictionary of Greek

  • βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… …   Dictionary of Greek

  • περιβολάρικος — και περβολάρικος, η, ο, Ν [περιβολάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιβολάρη ή στο περιβόλι 2. (για φυτά) αυτός που προέρχεται από περιβόλι, που καλλιεργείται σε περιβόλι, κηπευτός, κηπευτικός, ποτιστικός …   Dictionary of Greek

  • πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”